Ευτύχησε να αποθεωθεί. Να λατρευτεί. Να γίνει, παρότι αλλοδαπός, αρχηγός του Ηρακλή Θεσσαλονίκης.
Οι έννοιες «Γιοβάνοβιτς» και «Ηρακλής» συνδέθηκαν, χάρη στη δική του δράση. Έπαιξε ως τα ποδοσφαιρικά «γεράματά» του (37 ετών) στο «Γηραιό», χωρίς να κερδίσει τίτλο. Μετράει όμως στ’ αλήθεια τόσο πολύ αυτό, όταν πέτυχε τόσα άλλα σημαντικά πράγματα στην καριέρα του εν Ελλάδι;
Πρώτα πρώτα, την καθολική αναγνώριση. Άπαντες συμφωνούν ότι ο Σέρβος άσος (γενν.: 1962) ήταν ένας μυαλωμένος και συγκροτημένος ποδοσφαιριστής. Απ’ όταν ακόμα αγωνιζόταν στη Ραντ του Βελιγραδίου τον είχε «σταμπάρει» ο Ηρακλής. Το «φλερτ» μετατράπηκε σε «γάμο» το 1989. Το Καυτατζόγλειο είχε βρει τον ηγέτη του. Ανέλαβε το δύσκολο ρόλο της οργάνωσης του παιχνιδιού του Ηρακλή.
Ουσιαστικός και ποιοτικός, ο Σέρβος επιτελικός μέσος στεκόταν όρθιος παρά τα μαρκαρίσματα με εμπιστοσύνη στις (μεγάλες) δυνατότητές του. Βραχύσωμος, κινούνταν πολύ γρήγορα (μεγάλο προσόν), ενώ οι κινήσεις του ήταν ωφέλιμα απρόβλεπτες. Επί συνόλου 271 αγώνων (κορυφαίος ξένος του «γηραιού» σε συμμετοχές), ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς, χωρίς να είναι το «μεγάλο όνομα», κατάφερε να γίνει ένα τέτοιο, κι έδινε σ’ όλους μαθήματα του ουσιώδους ποδοσφαίρου του, που παράλληλα ευχαριστούσε το θεατή αφού ήταν γεμάτο θαυμαστές εμπνεύσεις.
Χτυπούσε άριστα τα φάουλ και τα πέναλτυ. 52 συνολικά γκολ έβαλε με τον Ηρακλή: πρώτος κι εδώ απ’ όλους τους ξένους του «Γηραιού»! Τι κρίμα, όμως, γι’ αυτόν τον παίκτη να ‘χει κερδίσει μόνο μερικές περιστασιακές εξόδους στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ, παρά κάποιο τρόπαιο.
Εργάστηκε δύο φορές και ως προπονητής στον Ηρακλή, άμα τη λήξει της καριέρας του. Προπόνησε ακόμα τη Νίκη Βόλου, τον ΑΠΟΕΛ στην Κύπρο, και την Παναχαϊκή.
Τώρα, απολαμβάνει το νέκταρ της επιτυχίας στην Κύπρο, ως κόουτς του ΑΠΟΕΛ ξανά. Το αξίζει. Η οξυδέρκειά του ως ποδοσφαιρανθρώπου τον έκανε να πετύχει κι απ’ αυτό το μετερίζι. Σίγουρα θα πετύχει πολλά περισσότερα. Και απ’ τον πάγκο του Ηρακλή, στο μέλλον; Μόνο ο καιρός ξέρει.