Ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους χορευτές όλων των εποχών… Το ταλέντο του απαράμιλλο και όσοι ευτύχισαν να τον δουν επί το έργον, κάνουν λόγο για μια αξέχαστη εμπειρία, από αυτές που ζεις ελάχιστες φορές…
Το ίδιο λένε κι όσοι πρόλαβαν να δουν τον Βασίλη Χατζηπαναγή να παίζει μπάλα… Μιλούν για μια αξέχαστη εμπειρία… Γι αυτό και εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πως ο δικός μας «Ρώσος» πήρε το προσωνύμιο «Νουρέγιεφ»…
Κι αν το μεγάλο αστέρι των μπαλέτων του Κίροφ «αυτομόλησε» στο Παρίσι για να μπορεί να χορεύει ελεύθερα, δίχως την KGB… πίσω από την πλάτη του, τον «Βάσια» τον οδήγησε μια άλλη δύναμη να φύγει από την πρώην ΕΣΣΔ, η επιστροφή στις ρίζες του…
Ηταν σαν σήμερα, πριν από 38 χρόνια, όταν το 21χρονο παλικαράκι με τα φουντωτά μαλλιά, έφτασε στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης, στις 2 το πρωί…
Εκεί τον περίμενε ο τότε πρόεδρος του Ηρακλή, ο Νίκος Ατματζίδης αλλά και δεκάδες φίλαθλοι. Η φήμη του είχε προηγηθεί της άφιξής του, όμως κανείς δεν φανταζόταν τι μπορούσε να κάνει με την μπάλα στα πόδια του… Μέχρι που τον είδαν. Δύο εβδομάδες αργότερα, στις 7 Δεκεμβρίου 1975, στο πρώτο επίσημο παιχνίδι του, την αναμέτρηση του Ηρακλή με τον Ατρόμητο, στο γήπεδο της Βέροιας (σ.σ λόγω τιμωρίας του Καυτανζόγλειου). Αυτό ήταν… Από κείνο το παιχνίδι κι έπειτα, ο μικρός απ την Ρωσία έγινε πόλος έλξης και το γήπεδο ήταν πάντοτε γεμάτο από φιλάθλους που ήθελαν να δουν από κοντά τα… μαγικά του. Τα κόλπα του ποδοσφαιριστή που «μπορούσε να ντριμπλάρει ακόμη και μέσα σε… τηλεφωνικό θάλαμο», όπως λέγεται χαρακτηριστικά.
Τα πρώτα βήματα στην… Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες
Αλλά, ας επιστρέψουμε στο παρελθόν… Ο Βασίλης Χατζηπαναγής γεννήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 1954 στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν, στην πρώην Σοβιετική Ενωση, εκεί όπου βρέθηκαν οι γονείς του ως πολιτικοί πρόσφυγες. Σε ηλικία 12 ετών εντάχθηκε στις ακαδημίες της Δυναμό Τασκένδης και αφού φοίτησε για επτά μήνες στην Ποδοσφαιρική Σχολή, πήρε… μεταγραφή για την Παχτακόρ, μία από τις πλουσιότερες ομάδες της Σοσιετικής Ενωσης. Ομως για να αγωνιστεί ως επαγγελματίας στο πρωτάθλημα, έπρεπε να λυθεί ένα γραφειοκρατικό πρόβλημα. Ο «Βάσια» έπρεπε να πάρει την σοβιετική υπηκοότητα, κάτι στο οποίο τελικά συνηγόρησαν οι γονείς του, προκειμένου να μην του κόψουν το δρόμο…
Μέσω της Παχτακόρ, τα χρώματα της οποίας φόρεσε μέχρι το 1975 όταν την άφησε για την Ελλάδα και τον Ηρακλή, κλήθηκε και στην Εθνική Ελπίδων κι έπειτα στην Εθνική ανδρών, γεγονός που έμελλε να εξελιχθεί σε… μοιραίο καθώς η συμμετοχή του στις Εθνικές της πρώην Σοβιετικής Ενωσης δεν του επέτρεψε να κάνει καριέρα με την Εθνική Ελλάδας. Αυτό είναι και το παράπονό του…
Ο «Βάσια» έφυγε από το Ουζμπεκιστάν, έχοντας ως «προίκα» την μοναδικότητά του, τον χαρακτηρισμό του δεύτερου καλύτερου ποδοσφαιριστή της ΕΣΣΔ μετά τον Ολεγκ Μπλαχίν και τα σχόλια του ομοσπονδιακού τεχνικού της Ρωσίας, Κονσταντίν Μπέσκοφ… «Το επίπεδο του Χατζηπαναγή είναι πολύ υψηλότερο από αυτό του ελληνικού ποδοσφαίρου», είχε πει ο Ρώσος τεχνικός.
Το παράπονο της Εθνικής
Επιστροφή στην Ελλάδα… Μένοντας πια στην πατρίδα, έχοντας επιστρέψει στις ρίζες, ο Βασίλης Χατζηπαναγής ανυπομονούσε να δείξει στους συμπατριώτες του, τις δυνατότητές του… Λίγους μήνες μετά την πρώτη του εμφάνιση, ήρθε και το πρώτο γκολ, στις 28 Μαρτίου 1976, ενώ την ίδια χρονιά έστειλε τους φιλάθλους του Ηρακλή στον… παράδεισο, οδηγώντας την ομάδα της Θεσσαλονίκης στην κατάκτηση του μοναδικού τίτλου της ιστορίας της (9/6/1976)…Φυσικά ο λόγος για τον τελικό Κυπέλλου με τον Ολυμπιακό, το τέλος του οποίου βρήκε τον Ηρακλή νικητή με 6-5 στα πέναλτι!
[wp_ad_camp_1]
o «Βάσια» αγωνίστηκε μέχρι το 1991. Αποχώρησε από την ενεργό δράση τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς, έπειτα από 16 χρόνια στον Ηρακλή. Τελευταίο του παιχνίδι η αναμέτρηση του «Γηραιού» με την Βαλένθια, η μοναδική ευρωπαϊκή συμμετοχή του «Νουρέγιεφ»…
Το μεγαλύτερο παράπονό του ήταν που δεν κατάφερε να παίξει με την Εθνική Ελλάδας. Ο «Νουρέγιεφ» φόρεσε την φανέλα με το εθνόσημο σε ένα φιλικό παιχνίδι με αντίπαλο την Πολωνία, στις 6 Μαΐου 1976 στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, ενώ πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να ξαναγωνιστεί με την Εθνική, στις 14 Δεκεμβρίου 1999, σε φιλικό προς τιμήν του κόντρα στην Εθνική Γκάνας.
[wp_ad_camp_2]
Μία από την κορυφαίες στιγμές για τον «Βάσια» ήταν όταν κλήθηκε στην Μικτή Κόσμου, στις 22 Ιουνίου 1984. Στο παιχνίδι κόντρα στην «Κόσμος» της Νέας Υόρκης, βρέθηκε δίπλα σε ονόματα όπως ο Κέμπες, ο Μπεκενμπάουερ, ο Σίλτον, ο Μάγκατ κι ο Ροστό…
Για πρώτη φορά, βρέθηκε εκεί που έπρεπε, ανάμεσα στα πιο λαμπρά αστέρια… Και φυσικά η ψηφοφορία που διενήργησε η ΕΠΟ και στην οποία αναδείχτηκε ως ο κορυφαίος Ελληνας ποδοσφαιριστής των τελευταίων 50 χρόνων. Κι όμως, ο καλύτερος όλων δεν κατάφερε να αγωνιστεί σε κάποιον μεγάλο ευρωπαϊκό σύλλογο…
Λίγο τα «κλειστά» σύνορα, λίγο η επιθυμία των διοικούντων του Ηρακλή να τον κρατήσουν για να μην έρθουν σε κόντρα με τους οπαδούς, το αποτέλεσμα ήταν να μείνει για πάντα στα… μπλε, την στιγμή που πολλοί μιλούσαν για τον νέο «Πελέ» ή «Μαραντόνα»…
Κωφίδης: «Ηρθε σαν… μετεωρίτης»
Ο Σάββας Κωφίδης υπήρξε συμπαίκτης του Βασίλη Χατζηπαναγή για περισσότερα από οκτώ χρόνια… «Τυχερός άνθρωπος» θα πούνε πολλοί… Οσο για τον ίδιο, «15χρονών ήμουν όταν ήρθε. Πήγα και στην υποδοχή, είδα ένα νέο παιδί με φουντωτό μαλλί», λέει στις δηλώσεις του στο «SentraGoal».
«Τον είχε φέρει ο Ατματσίδης, είχε ακουστεί ότι θα έρθει ένας καλός ποδοσφαιριστής από την Ρωσία. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί αυτό που πραγματικά ήταν ο Βασίλης Χατζηπαναγής», τονίζει ο παλαίμαχος παίκτης του Ηρακλή και συνεχίζει: «Μόλις άρχισε να παίζει, αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε γιατί πράγμα μιλάμε. Είχαμε μείνει όλοι άναυδοι, δεν φανταζόμασταν, ήταν κάτι άλλο, κάτι εντελώς μακριά από την ελληνική πραγματικότητα. Και φυσικά το αποκορύφωμα ήταν η κατάκτηση του Κυπέλλου, το 1976».
Σχετικά με την διαδρομή… ζωής που ακολούθησε ο «Βάσια», ο Σάββας Κωφίδης είναι ξεκάθαρος: «Είχε ελληνικές ρίζες γι αυτό και ήρθε στην Ελλάδα. Αν έμενε εκεί; Δεν ήταν ανοιχτά τα σύνορα για να φύγει στο εξωτερικό σε μεγάλο σύλλογο. Αποτέλεσε, όμως, τροχοπέδη ο ερχομός του στην Ελλάδα γιατί δεν μπορούσε να παίξει και στην Εθνική, αυτή ήταν η ατυχία του. Λόγω των Εθνικών ομάδων που έπαιζε ήδη στην Σοβιετική Ενωση, ίσως τελικά να είχε καλύτερη τύχη».
Καταλήγοντας, υπογράμμισε: «Ηρθε ένας μετεωρίτης και τάραξε το ελληνικό ποδόσφαιρο. Στη συνέχεια έγινε σημείο αναφοράς. Αναμφισβήτητα είναι ο καλύτερος Ελληνας παίκτης και θα αργήσει να εμφανιστεί κάτι παρόμοιο».