Είναι απολύτως βέβαιο, ότι από σήμερα και έπειτα το μουσικό ελληνικό τοπίο είναι απείρως πιο φτωχό.
Και είναι εξίσου βέβαιο, ότι στα προσεχή χρόνια δεν πρόκειται –για τα δικά μου γούστα τουλάχιστον- να γεννηθεί φωνή σαν του Μητροπάνου. Μια φωνή που έχει αγγίξει τα κατάβαθα της ψυχής μου σε στιγμές μελαγχολίας, αυταπάτης, έρωτα, ζήλιας, πόνου, εσωτερικής αναζήτησης, πνευματικού οργασμού…σε όλες τις στιγμές της ζωής μου με λίγα λόγια.
Το Δημήτρη Μητροπάνο μου τον «γνώρισε» ο φίλος μου ο Αντώνης, που ήταν, είναι και θα είναι παθιασμένος με το «φαλακρό παιδί». Τροποντινά μουσικός ο Αντώνης είχε αποστηθίσει όλα τα τραγούδια του αγαπημένου του καλλιτέχνη και από το πρωί μέχρι το άλλο πρωί τα σιγοψιθύριζε –ή μάλλον τα …φώναζε τις περισσότερες φορές. Ήθελε με το ζόρι να μου αποδείξει (και το κατάφερε), ότι πρόκειται για τον καλύτερο τραγουδιστή των τελευταίων ετών και δε σταματούσε να μου λέει «άκου, άκου» σηκώνοντας το χέρι του. Έλεγε, μάλιστα, ότι ο Μητροπάνος ήταν πολλές φορές φάλτσος, αλλά με τέτοιον τρόπο, που μόνο έτσι θα μπορούσε να ακουστεί σωστά το τραγούδι.
Μου έρχονται τώρα αθέλητα στίχοι από τα τραγούδια του, ατάκες από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, εκείνο το μειδίαμα στα χείλη, το τσιγάρο αναμμένο στα δάχτυλά του, η εικόνα του που έλεγε τόσα …χωρίς καν να ανοίξει το στόμα του.
Δεν ξέρω αν αυτό το γράφω για τον Αντώνη, που πενθεί, για το ελληνικό τραγούδι, που έμεινε λειψό, ή για ‘μένα, που δεν μπορώ να το πιστέψω, κι ας το ακούω από το πρωί. Το μόνο που ξέρω, είναι ότι θα ήθελα να γράψω κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα, τόσα πολλά για το Δημήτρη Μητροπάνο, αλλά ούτε η στήλη ενδείκνυται, ούτε και το site, που τη φιλοξενεί. Και αντί για τις τετριμμένες, στομφώδεις και πολλάκις κούφιες ωδές, που συνηθίζονται σε τέτοιες περιπτώσεις, θα πω μονάχα πως «είναι τα όνειρα για αυτούς, που ξέρουν να τα βλέπουν και τα τραγούδια, γι’ αυτούς που ξέρουν να τα ακούν»…