Επιστρέφοντας από άγριο μπουζουκοξενύχτι
-ήπιαμε τη Μαύρη Θάλασσα σε Chivas και καπνίσαμε τη μισή παραγωγή της Mallboro εκείνο το βράδυ (όχι εγώ, οι άλλοι, εγώ δεν τα κάνω αυτά, είμαι καλό κορίτσι!!!!)- αφού μετά κόπων και βασάνων κατάφερα να κουτσοπαρκάρω το EOS όπου βρήκα, ανέβηκα σπίτι στις μύτες των ποδιών για να μην ξυπνήσω –πρωινιάτικο- τους γειτόνους και φάω το μπινελίκι μου, όταν άξαφνα την άκουσα κανονικά ρίχνοντας μια ματιά στις 12ποντες ζεβρέ γόβες μου.
Θες τα καψουροτράγουδα, θες το «μαγικό νερό» on the rocks, θες η κάπνα, θες η νύχτα, θες οι γαμωσκέψεις μου -που δεν με αφήνουν ούτε στα σκυλομάγαζα να ησυχάσω- ήρθα και πάτησα με την άκρη του προσφάτως ανακαινισμένου τακουνιού μου κάτι. Κάτι που έμοιαζε με ξεραμένη πλαστελίνη. Ένα πράγμα αηδιαστιακό, που δε θα περίμενε κανείς, ότι μπορεί να βρεθεί στο δρόμο μου. Όχι στο δικό μου δρόμο, τουλάχιστον. Σε ολονών των άλλων, θα μπορούσε -αλλά και τι με ένοιαζε στην τελική για τους άλλους; Εγώ αντί για κανένα έστω τσουρομαδημένο γαρούφαλλο, εγώ τι βρήκα να πατήσω γαμώ την τύχη μου;
Και κάπου εκεί 6 παρά κάτι, 7 και κάτι, ούτε που θυμάμαι, έκανα μια πλείστος τραγική διαπίστωση, που πρέπει να την είχαν κάνει πριν από ‘μένα εκατομμύρια άλλοι νυχτόβιοι –και μη! Κοιτάζοντας και ξανακοιτάζοντας τις μέχρι πρότινος -αλλά ουδόλως τελευταία- αγαπημένες ζεβρέ γόβες συνειδητοποίησα, ότι για τους μπούληδες, που επιλέξαμε να μας κυβερνούν όλα τα προηγούμενα χρόνια, είμαστε αυτό ακριβώς: ένα σκατό πατημένο στην άκρη του τακουνιού τους, που κοιτάζουν με αηδία και ψάχνουν τρόπο γρήγορα, άκοπα, δραστικά να το απομακρύνουν, να το καθαρίσουν ή απλά να το ξεχάσουν πεταμένο σε μια ντουλάπα, να μην το ξαναφορέσουν, αφού πλέον θα έχει να τους θυμίζει …εκείνη τη βραδιά. Και ενώ ο θυμόσοφος λαός ήξερε, ότι όποιος νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί, εκείνο που δεν ήξερε –ή και αν το’ ξερε, κώφευε εκκωφαντικά- ήταν ότι ο οχετός κυκλοφορεί τη μέρα, κουστουμαρισμένος με τα πανάκριβα Armani, στρογγυλοκαθισμένος σαν από λόρδωση μέσα στα υπερχρεωμένα Cayenne, με τα i-Phone και της Luis Vuitton ανά χείρας, φλυαρώντας ακατάπαυστα για την τελευταία Hermes ή για το καυλάκι, που δέχτηκε τελικά να κάνει μια ξεγυρισμένη πίπα μέσα στο ασανσέρ της Βουλής.
Θλιβερή ανακάλυψη στο τέλος μιας εξαιρετικά θλιβερής βραδιάς…
Υ.Γ. Τελικά, όχι δεν έφταιγε η τύχη μου. Τα γκαβά μου έφταιγαν. Ας τα άνοιγα. Ας τα ανοίγαμε…