Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα ζούσε ένας βασιλιάς. Ο βασιλιάς ήταν νέος, όμορφος και καλός. Και όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις – και δη στα παραμύθια – αγάπησε μια όμορφη πριγκιποπούλα και την παντρεύτηκε. Ζούσαν ευτυχισμένοι και ερωτευμένοι. Ο βασιλιάς κοιτούσε τη γυναίκα του, τη λάτρευε στην κυριολεξία και θαύμαζε ό,τι κι αν έκανε. Θεωρούσε πως ό,τι προερχόταν από αυτήν ήταν καλώς καμωμένο.
[wp_ad_camp_1]
Για παράδειγμα, όταν κάποτε διέταξε να μη γίνονται μετακινήσεις με άμαξες στο βασίλειό του, η γυναίκα του πήρε τη βασιλική άμαξα και πήγε να δει τη μητέρα της, που ήταν έτοιμη να ξεψυχήσει. Και ο άντρας της θαύμασε τόσο πολύ την αγάπη που έδειξε η κόρη προς τη μάνα, που δάκρυσε από συγκίνηση. Και μια άλλη φορά, βρήκε τη γυναίκα του στον κήπο να τρώει το τελευταίο μήλο από τη μηλιά και το ζήλεψε. Και τότε εκείνη προτίμησε να του το δώσει παρά να συνεχίσει να το τρώει η ίδια. Και ο βασιλιάς πάλι δάκρυσε από συγκίνηση αναλογιζόμενος την αγάπη της γυναίκας του προς το πρόσωπό του.
Όμως τα χρόνια πέρασαν. Και όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις – και δη στην πραγματικότητα – ο βασιλιάς έπαψε να είναι πια ερωτευμένος με τη γυναίκα του. Τώρα όλα του φαίνονταν βαρετά, λίγα, κενά. Οτιδήποτε και αν προερχόταν από την άλλοτε αγαπημένη του τον εκνεύριζε σε αφόρητο βαθμό. Τόσο, που κάποια μέρα της είπε κατάμουτρα «Δεν έπρεπε ποτέ να σε είχα παντρευτεί. Είσαι ανίκανη για βασίλισσα και άθλια σύζυγος. Δε θα ξεχάσω, πως όταν διέταξα να μην γίνονται μετακινήσεις, εσύ με παράκουσες και πήρες τη βασιλική άμαξα. Και μια άλλη φορά πάλι μου έδωσες να φάω ένα μισοδαγκωμένο μήλο…»
Υ.Γ. Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια. Μόνο τρόπο να κοιτάνε…