Σαν σήμερα (15/10) το 2003, ανακηρύσσεται ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής των τελευταίων 50 ετών από την ΕΠΟ…
Ωστόσο οι 4.104 ψήφοι που λαμβάνει είναι ένα ελάχιστο αριθμητικό δείγμα του απεριόριστου θαυμασμού που εισέπραττε από όλο τον κόσμο. Για την ακρίβεια, από όποιον είχε την τύχη να τον απολαύσει, έστω και μια φορά, στο γήπεδο. Μιλάμε ασφαλώς για τον Βασίλη Χατζηπαναγή. Μπορεί να έπαιζε στον Ηρακλή, αλλά είναι δεδομένο ότι ο «Βάσια», όπως τον έλεγαν χαϊδευτικά, κατάφερε να αποκτήσει τον καιρό που έκανε τα… μαγικά του, πάρα πολλούς προσωπικούς θαυμαστές που πήγαιναν σε αγώνες –ακόμα και σε προπονήσεις- της θεσσαλονικιώτικης ομάδας, αποκλειστικά για εκείνον, τον «Νουρέγιεφ της μπάλας».
Γεννήθηκε στην Τασκένδη της τότε Σοβιετικής Ένωσης (σημερινό Ουζμπεκιστάν), στις 26 Οκτωβρίου του 1954, από Έλληνες πρόσφυγες. Έχει καταγωγή από την Κύπρο, από την Άχνα της Αμμοχώστου. Ξεκίνησε το ποδόσφαιρο από την Δυναμό Τασκένδης, έπαιξε για λίγο στην Παχτακόρ και το 1975, ήρθε στην Ελλάδα :
«Ήρθα με το τρένο στις 22/11 του 1975. Με περίμεναν 1.500 άτομα στο σταθμό, είχε πολύ κόσμο για ένα παιδί που ερχόταν από την Τασκένδη. Ήταν πρωτόγνωρα για μένα. Εντάξει, ήμουν αναγνωρισμένος παίκτης στη Σοβιετική Ένωση με την Παχτακόρ, αλλά εδώ ήταν διαφορετικά, Είδα τη γιαγιά μου να με περιμένει. Ήταν πολύ συγκινητικό. Δεν την είχα δει από κοντά. Εκεί τη γνώρισα, όπως και άλλα μέλη της οικογένειάς μου».
Στην γιαγιά του Χατζηπαναγή, όπως και σε έναν Αρμένιο υπάλληλο του προξενείου, χρωστάει ο Ηρακλής τον αναμφίβολα «πρώτο αριθμό του λαχείου», το ότι δηλαδή κατάφερε να έχει στις τάξεις του, έναν τέτοιον παίκτη παγκόσμιας κλάσης. Διότι και άλλες ομάδες ενδιαφέρθηκαν για την απόκτησή του. Όπως ο ίδιος έχει πει σε συνέντευξή του στο gazzetta.gr :
«Πρώτος ήρθε ο Ολυμπιακός, είναι γνωστό αυτό. Παίζαμε στην Ισλανδία με την εθνική ΕΣΣΔ. Η Πακτακόρ δεν μπορούσε να με πουλήσει, όχι μόνο εμένα όλους. Δεν έφευγαν τότε οι παίκτες από τις ομάδες τους, εκτός κι αν γυρνούσε ένας παίκτης στην χώρα του με επαναπατρισμό. Τελικά, όταν η γιαγιά μου υπέγραψε τον επαναπατρισμό μου, εκε,ί ήταν ο Ηρακλής. Με την ομάδα της Θεσσαλονίκης, με έφερε σε επαφή ένας Αρμένιος, στο προξενείο της Μόσχας. Πήγαινα συχνά στο προξενείο, ήξερα τον πρόεδρο. Ήμουν σε μια ξένη χώρα και ήθελα να είμαι σε επαφή με τους Έλληνες».
Έτσι λοιπόν βρέθηκε στον Ηρακλή, όπου και έκανε μεγάλη καριέρα, κατακτώντας το Κύπελλο Ελλάδας το 1976 και το Βαλκανικό, την περίοδο 1984-1985.
Το 1976, κλήθηκε στην Εθνική Ελλάδας σε φιλικό αγώνα κατά της Πολωνίας που έγινε στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Όμως επειδή είχε ήδη αγωνιστεί σε επίσημα παιχνίδια της Εθνικής Νέων της Σοβιετικής Ένωσης, δεν του επιτράπηκε να παίξει σε επίσημα ματς του ελληνικού αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος. Βέβαια υπάρχει και η εκδοχή ότι ρόλο έπαιξαν και τα πολιτικά του φρονήματα. Βλέπετε καταγόταν από κομμουνιστική χώρα. Όπως και να έχει, στις 14 Δεκεμβρίου του 1999 σε ηλικία 45 ετών, αγωνίστηκε τιμής ένεκεν στο αποχαιρετιστήριο παιχνίδι που έδωσε προς τιμήν του η Εθνική Ελλάδας με την Γκάνα (σκορ 1-1), στο Καυταντζόγλειο Στάδιο. Αγωνίστηκε μόνο για 21 λεπτά, αλλά πρόλαβε να δώσει το στίγμα του, αφού στο 13΄ δημιούργησε το γκολ της Εθνικής : Με έξοχη μπαλιά στην πλάτη της άμυνας έβγαλε μόνο του το Βενετίδη απέναντι στον τερματοφύλακα, ο οποίος απέκρουσε το πρώτο σουτ για να σκοράρει στη συνέχεια ο Κυπαρίσσης.
Με την φανέλα του «Γηραιού», η τελευταία του εμφάνιση ήταν στις 26/10/1990, σε παιχνίδι με την Βαλένθια για το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ. Αυτή μάλιστα ήταν και η μοναδική του συμμετοχή, σε αγώνα ευρωπαϊκής διοργάνωσης. Έχει συμμετάσχει στη Μεικτή Κόσμου, το 1984, σε φιλανθρωπικό αγώνα στο Νιου Τζέρσεϊ. Μαζί με άλλους παίκτες της δικής του κλάσης : Μπεκενμπάουερ, Κίγκαν, Μάγκατ, Μάριο Κέμπες, Κρολ.
Κι αν σας φαίνεται υπερβολικό αυτό που γράφουμε, σας παραπέμπουμε στην εκτίμηση του Γιώργου Κούδα : «Θεωρώ τον Χατζηπαναγή, ανώτερο του Μέσι».
Στα χαρίσματα του Χατζηπαναγή, αξίζει να προστεθεί, η σεμνότητα και η ταπεινοφροσύνη του που τον οδηγούν, ακόμη και στο να… απολογείται, σε όσους
δεν αντέχουν απλά να τον θαυμάζουν, αλλά έχουν ανάγκη να βρουν κάτι να του προσάψουν:
«Θέλω να πω ότι δεν ήμουν ο ατομιστής που έχουν πει μερικοί. Μπορεί να κουβαλούσα την μπάλα, αλλά όταν έπρεπε, πάντα την έδινα. Τις ντρίπλες δεν τις έκανα στην άμυνα, αλλά στην αντίπαλη περιοχή».
Ούτως ή άλλως, τις ντρίπλες, παντού, μπορούσε να τις κάνει. Όπως χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί, «ακόμη και μέσα σε τηλεφωνικό θάλαμο»…
idreamteam.gr