Έτυχε τις προάλλες να βρεθώ με μια παρέα Ελλήνων εκ Γερμανίας, μετανάστες δεύτερης γενιάς, από αυτούς που γεννήθηκαν εκεί, μεγάλωσαν, δούλεψαν, βίωσαν τη γερμανική κουλτούρα και φυσικά λαχταρούν όσο τίποτα τη μαμά-πατρίδα.
Μου έλεγαν, πως ακόμα και με την κρίση, ακόμα και με την ανέχεια, ακόμα και με την εξαθλίωση όλα είναι πιο ωραία στην Ψωροκώσταινα και μου ξέφυγε ένα μειδίαμα κατά τι ειρωνικό! Σκέφτηκα πόσο ανέντιμα φερόμαστε στην χώρα μας και ξεπουλώντας κάθε αξία, ιδανικό και όραμα την καταντήσαμε τον γέλωτα της Ευρώπης. Και αθέλητα, μου ήρθε στο μυαλό μια ιστορία, που μου την έλεγε η γιαγιά μου, όταν ήμουν μικρή -και καθόλου δεν μου άρεζε τότε, γιατί δεν είχε πρίγκιπες, βασίλισσες και μαγεία. Είχε, όμως, αλήθεια και γι’ αυτό τώρα πια μου αρέσει πολύ. Ξεκινούσε κάπως έτσι…
Μια φορά κι έναν καιρό ένας άνθρωπος ονειρεύτηκε ότι πέθανε και βρίσκοντας τον Άγιο Πέτρο στις «καλές» του, τον παρακάλεσε να δει πώς είναι η κόλαση και πώς ο Παράδεισος, ώστε να έχει μια εικόνα του τι μέλλει γενέσθαι και να πράξει καταλλήλως στο υπόλοιπο της ζωής του. Ο Άγιος, λοιπόν, τον πήγε πρώτα σε μια αίθουσα, στο κέντρο της οποίας βρισκόταν ένα τεράστιο στρογγυλό τραπέζι και είχε πάνω κάθε λογής λιχουδιά, από αυτές που ποτέ του ξανά δεν είχε δει, ούτε γευτεί. Οι άνθρωποι που βρισκόταν γύρω από το τραπέζι ήταν ισχνοί, κατακίτρινοι, φώναζαν, μοιρολογούσαν, έκλαιγαν και παρόλο που κρατούσε ο καθένας από ένα κουτάλι στα χέρια του, δεν μπορούσαν να κατεβάσουν ούτε μπουκιά. Τα κουτάλια είχαν λαβές πολύ μεγάλες και όσο κι αν τεντώνονταν, δεν μπορούσαν να φτάσουν στο στόμα τους. «Αυτό» του είπε ο Άγιος «είναι η κόλαση».
[wp_ad_camp_1]
Στη συνέχεια τον πήγε παραδίπλα σε μια αίθουσα ίδια και απαράλλαχτη, με το ίδιο τραπέζι, τις ίδιες λιχουδιές, τα ίδια τεράστια κουτάλια. Μόνο που εδώ οι άνθρωποι ήταν χαρούμενοι, τροφαντοί, ευτυχισμένοι, τραγουδούσαν, γελούσαν και αγαλλίαζαν. «Μα πώς γίνεται αυτό;» ρώτησε ο άνθρωπος. «Απλά» του απάντησε ο Άγιος Πέτρος «στον Παράδεισο οι άνθρωποι κατάλαβαν πως για να φάνε, πρέπει ο ένας να ταΐζει τον άλλον…»
Υ.Γ. Ναι, ναι, ξέρω …ψιλά γράμματα κι αυτά για μας, τους «ωραίους Έλληνες». Τρομάρα μας!