Διαβάστε την συνέντευξη του Απόστολου Βέλλιου στο Gazzetta.gr όπου αναφέρθηκε για την καριέρα του, την αγάπη του για τον Ηρακλή,τον Μιχάλη Κωνσταντίνου και το μέλλον του.
Επιστροφή στο εξωτερικό και μια πολύ καλή χρονιά τόσο για σένα προσωπικά όσο και για την ομάδα. Πώς έζησες αυτήν την πρώτη σου σεζόν στην Ολλανδία;
Στην Ολλανδία επρόκειτο να έρθω τρεις φορές στο παρελθόν, όμως, κάτι συνέβη με άλλη ομάδα και τελικώς δεν προχώρησαν οι υποθέσεις. Τελικώς, συνέβη και το ήθελα πολύ γιατί γνωρίζουμε ότι όλοι οι Έλληνες επιθετικοί που έχουν παίξει σε αυτό το πρωτάθλημα, έχουν δημιουργήσει πολύ καλή παράδοση. Το κατάλαβα από την πρώτη ημέρα, από τον τρόπο που με αγκάλιασαν και από το γεγονός ότι ήταν όλοι πολύ θετικοί απέναντί μου. Ήμουν κι εγώ πολύ ενθουσιασμένος στην ιδέα ότι θα αγωνιστώ στο ολλανδικό πρωτάθλημα. Η προοπτική μου φάνηκε εξαιρετική και μόνο στο άκουσμα της ομάδας ανεξάρτητα του ότι είχε υποβιβαστεί. Όλοι εκτός της οικογένειάς μου ήταν δυσαρεστημένοι μαθαίνοντας ότι θα αγωνιστώ στην στη δεύτερη κατηγορία. Εγώ, όμως, ήξερα που ήρθα. Μίλησα με αρκετούς ανθρώπους και ήμουν σίγουρος ότι η ομάδα θα ανέβει και θα είμαστε και πάλι στην πρώτη κατηγορία που τόσο πολύ ήθελα να έρθω στο παρελθόν.
Ήταν, δηλαδή, ένα ανεκπλήρωτο όνειρο να αγωνιστείς στην Eredivisie;
Βλέπω ποδόσφαιρο και καταλαβαίνω. Ξέρω πόσο επιθετικό είναι το ολλανδικό ποδόσφαιρο και δεν διακρίνονται σε αυτό μόνο οι Έλληνες αλλά γενικότερα όλοι οι επιθετικοί. Είχα την δυνατότητα να έρθω στην Ολλανδία στα 19 μου, λίγο πριν την Έβερτον, μετά από το πρώτο μου πέρασμα από την Αγγλία, αλλά και μετά τον Ηρακλή. Είχα την ευκαιρία να πάω σε μικρή ηλικία και η αλήθεια είναι ότι το ελληνικό πρωτάθλημα είναι ένα πολύ καλό σκαλοπάτι. Τα τελευταία τρία χρόνια δεν πήγαινε η καριέρα μου όπως θα ήθελα. Έχασα τρία χρόνια από την ποδοσφαιρική μου ζωή. Λίγο μετά την επιστροφή μου στην Ελλάδα, στην Ιταλία αλλά και στη Ρουμανία και στη Λαμία πέρσι. Επειδή για μένα σημασία έχει να απολαμβάνεις το ποδόσφαιρο και όχι μόνο να πετυχαίνεις γκολ, δεν ήταν τρία καλά χρόνια. Με θυμάμαι να σκέφτομαι «άντε, έμειναν άλλοι τρεις μήνες ή άλλοι δύο μήνες για το καλοκαίρι». Για μένα, όταν αυτό συμβαίνει, πρόκειται για μία χαμένη χρονιά. Έτσι αποφάσισα μόνος μου ότι… κάλιο αργά παρά ποτέ. Σκέφτηκα πως αυτή είναι η ευκαιρία μου να δοκιμάσω στην Ολλανδία και να γυρίσω το νόμισμα.
Τι ήταν αυτό που σε έκανε να μην ευχαριστιέσαι το ποδόσφαιρο αυτά τα τρία χρόνια που προηγήθηκαν; Έπαιξε ρόλο η ελληνική νοοτροπία;
Την ελληνική νοοτροπία την γνώριζα, δεν θα έλεγα ότι ξαφνιάστηκα. Έχουν γίνει, όμως, βήματα προς τα πίσω και αυτό έπαιξε ρόλο. Η ψυχολογία μου άλλαξε το τελευταίο εξάμηνο που ήμουν στον Ατρόμητο. Στη συνέχεια έκανα μία επιλογή που δεν μου βγήκε, στην Ιταλία. Όπως και στην περίπτωση της Τσβόλε, πήγα σε μία ομάδα που είχε στόχο να ανέβει στην πρώτη κατηγορία. Ακολούθως αποφάσισα να πάω σε μία ομάδα στο εξωτερικό πιστεύοντας πως θα αποτελέσει σκαλοπάτι στην καριέρα μου. Αυτό ήταν και το μικρό μου λάθος τα τελευταία χρόνια, έβλεπα το επόμενο βήμα και όχι αυτό που βρισκόταν μπροστά μου. Πέρσι το καλοκαίρι έκατσα, για πρώτη φορά μετά από 2-3 χρόνια, με την οικογένειά μου προκειμένου να δούμε τι ήταν πιο σωστό για όλους μας. Παίζει μεγάλο ρόλο η ψυχολογία, άλλωστε, στις επιδόσεις ενός ποδοσφαιριστή μέσα στο γήπεδο.
Στην Άσκολι τι ήταν αυτό που δεν εξελίχθηκε όπως περίμενες;
Στην Άσκολι επικρατούσε μία νοοτροπία διαφορετική από την Ελλάδα, παρά το γεγονός πως οι δύο λαοί μοιάζουν σε πάρα πολλά πράγματα. Πήγα σε μία ολοκαίνουργια ομάδα, που ο πρόεδρος έφερε 25 καινούργιους παίκτες και περίμενε να ανέβουμε κατηγορία. Παιχνίδι με το παιχνίδι που χάναμε, η κατάσταση γινόταν όλο και χειρότερη. Στο τέλος έπρεπε να μιλάμε ιταλικά. Έτυχε φέτος να έχω συμπαίκτη που ήταν στο Άσκολι πριν από έξι μήνες και περιγράφαμε ακριβώς τις ίδιες εμπειρίες ο ένας στον άλλον. Αλλάξαμε τέσσερις προπονητές μέσα στην σεζόν και 15 παίκτες στην μεταγραφική περίοδο του Ιανουαρίου. Ήταν ένα χάος, μία χρονιά που δεν έχω ξαναζήσει. Ήμουν σε σοκ σχεδόν καθ’ όλη την διάρκεια της σεζόν.
Όταν έκανες τα πρώτα σου βήματα στον Ηρακλή, φανταζόσουν ότι θα φτάσεις σε αυτό που είσαι σήμερα ως ποδοσφαιριστής και ως άνθρωπος;
Στον Ηρακλή πήγα 4-5 ετών. Πέρασα από όλα τα στάδια που μπορούσε να περάσει ένα παιδάκι πριν γίνει επαγγελματίας. Το μεγάλο μου όνειρο ήταν να παίξω στον Ηρακλή και στην Εθνική ομάδα. Είδωλό μου ήταν ο Μιχάλης Κωνσταντίνου και σκεφτόμουν πόσο ήθελα να γίνω ένα σπουδαίο σέντερ φορ και να μείνω στην ομάδα… για πάντα. Μακάρι να ήταν διαφορετικά τα πράγματα τόσο στον Ηρακλή όσο και στην Εθνική ομάδα προκειμένου να μην χρειαζόταν να φύγω στο εξωτερικό. Στην Ελλάδα υπάρχουν χρήματα, καλές ομάδες αλλά και κόσμος που πηγαίνει στα γήπεδα. Δεν μας λείπει κάτι. Το όνειρό μου, πάντως, ήταν να κάνω καριέρα στον Ηρακλή. Γυρίζοντας τώρα πίσω, σκέφτομαι ότι κάθε βήμα το συνειδητοποιούσα αφού πλέον βρισκόμουν στο επόμενο. Ό,τι και αν έχει γίνει στην ζωή μου, κοιτάω το «τώρα» και είμαι πολύ ευχαριστημένος για όσα έχω κάνει.
Είχες μιλήσει ποτέ με τον Μιχάλη Κωνσταντίνου για να του πεις ότι είναι το είδωλό σου;
Η πρώτη επαφή που είχα μαζί του ήταν μέσω του πατέρα μου που είναι ασφαλιστής και τον είχε πελάτη. Μία μέρα, λοιπόν, γνωρίζοντας την καψούρα που είχα για τον Κωνσταντίνου μου λέει «έλα να σε πάω στο γήπεδο γιατί έχω να του δώσω ένα ασφαλιστήριο». Κατέβηκα κάτω, πιτσιρίκος εγώ και τον είδα… σαν άλογο, ήταν δύο μέτρα το παιδί. Την επόμενη φορά που τον συνάντησα ήταν όταν εγώ πια έκανα τα πρώτα μου βήματα και εκείνος ήταν στα τελειώματά του. Εγώ στην δεύτερη ομάδα και εκείνος στην πρώτη. Τότε ντρεπόμουν να του πω κάτι και έκτοτε δεν είχα την ευκαιρία να τον δω ξανά. Παίξαμε έναν αγώνα με την Εθνική κόντρα στην Κύπρο αλλά ήμουν εκτός αποστολής στην κερκίδα και έτσι δεν μπόρεσα να τον συναντήσω. Ήθελα, όμως, πολύ να τον δω ξανά.
Ποιες στιγμές ξεχωρίζεις από όσα έζησες στον Ηρακλή;
Θυμάμαι έντονα κάποια παιχνίδια που κερδίσαμε όταν ήμουν 23-24 χρονών αλλά και τις τελευταίες χρυσές χρονιές του Ηρακλή. Στη συνέχεια εγώ πήρα μεταγραφή και η ομάδα έναν χρόνο αργότερα διαλύθηκε και δεν βρήκε ποτέ ξανά τα πατήματά της. Κάναμε μία προσπάθεια όταν γύρισα αλλά εν τέλει δεν τα κατάφερε ο Ηρακλής. Έχω ακόμα σπουδαίες παραστάσεις από προετοιμασίες και φιλικά στο εξωτερικό. Όταν ήμουν 16-17 χρονών είχαμε παίξει ομάδες όπως η Γιουβέντους και η Τζένοα. Για μένα αυτοί οι σύλλογοι υπήρχαν μόνο στο Pro Evolution Soccer. Και φυσικά το γκολ που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι αυτό μέσα στο Καραϊσκάκη κόντρα στον Ολυμπιακό.
Φανταζόσουν τότε ότι σήμερα ο Ηρακλής θα είναι ένας σύλλογος μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας;
Ούτε καν! Ποτέ! Το είχε ζήσει ο πατέρας μου, Δεν μπορούσα να το συνειδητοποιήσω μέχρι να γυρίσω το καλοκαίρι για ατομική προετοιμασία στην Μίκρα και να δω τα πάντα παρατημένα. Τα γήπεδα, τα πράγματα όλα εγκαταλελειμμένα. Εγκαταστάσεις που παλαιότερα θα ζήλευαν μεγάλες ομάδες του εξωτερικού.
Τι πιστεύεις ότι έφταιξε και έφτασε ο Ηρακλής σε αυτήν την κατάσταση; Οι άνθρωποι που είχαν τα ηνία του συλλόγου στα χέρια τους ή η έλλειψη σεβασμού από όσους ήταν εκτός αυτού;
Έχουν ακουστεί πάρα πολλά. Σίγουρα άνθρωποι που αγαπάνε τον Ηρακλή δεν θα άφηναν ποτέ να συμβεί αυτό που συνέβη. Οπότε, πιστεύω ότι βρέθηκαν σε σημαντικές θέσεις οι λάθος άνθρωποι. Δεν είμαι ο ειδικός, εγώ παίζω ποδόσφαιρο και επιπλέον δεν συνέβη τίποτα όσο ήμουν εκεί. Εγώ έφυγα για την Έβερτον και μετά από έναν χρόνο ήρθαν όλα τούμπα. Άρχισαν να υπάρχουν προβλήματα, πολλά παιδιά δεν πληρώνονταν και στο τέλος αποφασίστηκε η ομάδα να πέσει. Το ίδιο συνέβη και στη δεύτερη θητεία μου πριν τελικώς πάω στην Νότιγχαμ. Τα παιδιά έπαιξαν ακόμα έναν χρόνο. Από την άλλη πλευρά, είδαμε και ότι για άλλες ομάδες οι νόμοι άλλαζαν σε μία μέρα, ενώ για τον Ηρακλή αυτό δεν συνέβη ποτέ. Ήταν ένας συνδυασμός πραγμάτων.
Τι θυμάσαι πιο έντονα από το story της μετακίνησής σου στην Έβερτον;
Ήμουν παιδάκι 17-18 χρονών και είχε αρχίσει να ακούγεται ότι ίσως πάρω μεταγραφή. Με είχαν στη λίστα τους ομάδες όπως η Φούλαμ η Τζένοα και η Άστον Βίλα. Ερχόντουσαν και με έβλεπαν στην Εθνική. Ξαφνικά δέχτηκα ένα τηλεφώνημα και μου είπαν «η Έβερτον ενδιαφέρεται για σένα πάρα πολύ ζεστά και θέλουν να σε δουν σε κάποια παιχνίδια με τον Ηρακλή ή με την Εθνική Ανδρών για να σιγουρευτούν». Μίλησα με τη διοίκηση, έπαιξα ένα ματς βασικός μέσα στη Λάρισα, σκόραρα και μετά ήρθε η πρόταση. Την επόμενη αγωνιστική πέταξα για το Λίβερπουλ. Ήμουν πιτσιρίκος, δεν σκεφτόμουν πολλά. Έμπαινα και έβλεπα στο Ίντερνετ βίντεο της ομάδας και διάβαζα την ιστορία της. Πέρασε αρκετός καιρός για να αρχίσω να αντιλαμβάνομαι τι είχα ζήσει. Στην Έβερτον με αγκάλιασαν όλοι από την πρώτη στιγμή. Ήμουν το παιδί του προπονητή, με είχε καψούρα ο Μόγιες. Αυτό σε μία εποχή που η ομάδα είχε στο ρόστερ της θρύλους του ποδοσφαίρου. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον Κέιχιλ, τον Νέβιλ, τον Χάουαρντ, τον Σαχά. Ήταν παίκτες με τους οποίους εγώ έπαιζα στο Pro Evolution Soccer, μάλιστα ο Σαχά ήταν από τους αγαπημένους μου. Ξαφνικά όλοι βρέθηκαν δίπλα μου και μετά από 2-3 μήνες ένιωθα ενεργό μέλος της ομάδας, πίστευα ότι μπορούσα να παίξω βασικός.
Τι ήταν αυτό που σε βοήθησε και μπόρεσες να προσαρμοστείς τόσο γρήγορα;
Έπαιξαν μεγάλο ρόλο οι άνθρωποι της ομάδας. Για μένα ήταν η πρώτη εξόρμηση στο εξωτερικό. Ξαφνικά βρέθηκα μόνος μου σε ένα σημείο του χάρτη πολύ μακριά από την Ελλάδα. Οι άνθρωποι που συνάντησα, όμως, στην Έβερτον με έκαναν να αισθανθώ υπέροχα. Σήκωνα το τηλέφωνο και ήταν όλα έτοιμα στην εντέλεια. Από το σπίτι και το αμάξι μέχρι το φαγητό και τα ρούχα μου.
Τι θυμάσαι πιο έντονα από το διάστημα που έμεινες στην Έβερτον;
Δύο πράγματα θυμάμαι χαρακτηριστικά. Όταν είχα πρωτοπάει μου είχαν πει «το πρώτο εξάμηνο θα είσαι με τις ρεζέρβες για να μπεις στο κλίμα και στη νοοτροπία του κλαμπ. Σιγά – σιγά θα κάνεις και κάποιες προπονήσεις με την πρώτη ομάδα με σκοπό από του χρόνου να αρχίσει να τρέχει κανονικά το συμβόλαιο σου για τα υπόλοιπα τρία χρόνια». Αυτό μου έκανε κακή εντύπωση γιατί από εκεί που έπαιζα κόντρα στον Ολυμπιακό, στον Παναθηναϊκό και στην ΑΕΚ, πήγα εκεί και βρέθηκα στη δεύτερη ομάδα. Ενώ, λοιπόν, με τις ρεζέρβες τα πήγαινα πολύ καλά, έμειναν εκτός ξαφνικά και τα τρία σέντερ φορ της πρώτης ομάδας. Ο Σαχά τραυματίστηκε πολύ σοβαρά, ένας άλλος έπαθε θλάση και ο τρίτος είχε κάρτες. Μου είπε τότε ο προπονητής «είσαι ο πιο έτοιμος από τους επιθετικούς που έχουμε στις ρεζέρβες». Κάπως έτσι μπήκα στην πρώτη ομάδα από εκεί που αυτό επρόκειτο να συμβεί το καλοκαίρι. Έπαιξα τρία παιχνίδια, στο τέταρτο δεν αγωνίστηκα αλλά ήταν στην έδρα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Το γήπεδο ήταν Sold out και το σαγόνι μου… μέχρι κάτω.
Την επόμενη χρονιά έκανα πολύ καλή προετοιμασία και ο κόσμος με αγάπησε μέσα σε λίγες εβδομάδες. Θυμάμαι ότι τότε όλοι με ρωτούσαν αν είμαι πράγματι 19 χρονών. Έβαλα το γκολ κόντρα στην Μπόλτον και άκουσα κάποιον από μακριά να μου φωνάζει «Τόλη, το βιβλιαράκι λέει ότι είσαι 19 ετών. Ohh! Keep going!».
Σε βοήθησε τότε και ο σωματότυπός σου;
Ναι γιατί παρά το ότι ήμουν μόλις 19 χρονών, στα λάθη μου «έτρωγα» πολλά βρισίδια, ενώ στις ωραίες ενέργειές μου, μου έλεγαν μπράβο. Δεν είναι ότι λόγω ηλικίας με αντιμετώπιζαν διαφορετικά και σκέφτονταν «άσε τον πιτσιρίκο». Με θεωρούσαν έτοιμο παίκτη και σε αυτό βοήθησε, σίγουρα, το σώμα μου. Ανεξάρτητα όμως από αυτό δούλεψα και πάρα πολύ, έκανα ουκ ολίγες έξτρα προπονήσεις.
Είχες και μία δεύτερη εμπειρία στην Αγγλία και συγκεκριμένα στην Νότιγχαμ Φόρεστ. Αισθάνθηκες την διαφορά ανάμεσα σε Premier League και Championship;
Ένιωσα πόσο θαυμάζουν τις ομάδες της Premier League εκείνες της Championship. Είχαμε πολύ μεγάλη προσμονή για τους αγώνες κυπέλλου αν επρόκειτο να παίξουμε κόντρα σε ομάδα της μεγάλης κατηγορίας. Εγώ τα είχα ζήσει όλα αυτά όντας πιο μικρός και δεν περίμενα να υπάρχει τέτοια αντιμετώπιση προς τις ομάδες της Premier League. Δεν έλειπε κάτι σε εκείνες της Championship. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό πρωτάθλημα. Τα γήπεδα είναι πάντα sold out, τα προπονητικά κέντρα είναι απίστευτα. Η μόνη διαφορά είναι ότι οι σύλλογοι δεν προσελκύουν τόσο μεγάλο ενδιαφέρον από τον υπόλοιπο κόσμο όπως οι ομάδες της Premier League. Η Championship, πάντως, είναι πιο δύσκολο πρωτάθλημα. Απίστευτη ταχύτητα, απίστευτη δύναμη. Τα κορμιά είναι όλα… βράχοι. Δεν υπάρχει, βέβαια, η ίδια ποιότητα που συναντάς στην Premier League. Δεν θα συναντήσεις τους παίκτες που τους αφήνεις 2-3 μέτρα στο γήπεδο μην και «φας» καμιά ντρίμπλα και σε αφήσουν πίσω! Στην Championship όλοι οι παίκτες πάνε με τα δύο πόδια. Όλα αυτά, φυσικά, εκτός των 3-4 ομάδων που ανεβοκατεβαίνουν στην μεγάλη κατηγορία και ξεχωρίζουν.
Το story της μετακίνησης στην Νότιγχαμ ποιο ήταν;
Θα μπορούσα από τον Ιανουάριο να έχω φύγει καθώς υπήρχαν σύλλογοι που είχαν ενδιαφερθεί για μένα. Εγώ ήθελα να συνεχίσω, τουλάχιστον, ως το καλοκαίρι στον Ηρακλή. Από τον Απρίλιο άρχισαν και πάλι να κυκλοφορούν νέα σενάρια για ομάδες του εξωτερικού. Έμαθα για αρκετές ομάδες αλλά μόλις άκουσα για την Αγγλία σκέφτηκα ότι αυτό είναι το δεύτερο σπίτι μου.
Είχες καταλάβει ότι το διάστημα που βρισκόσουν στην Νότιγχαμ έμπαιναν οι βάσεις για την επιστροφή της ομάδας στην Premier League;
Θυμάμαι ότι ήθελαν την άνοδο και ο πρόεδρος και όλοι όσοι ήμασταν τότε στην ομάδα. Δυστυχώς την πρώτη χρονιά που ήμουν εκεί ήμασταν ασταθείς, αλλάξαμε τρεις προπονητές και εν τέλει η ομάδα ισοβάθμισε με εκείνη που έπεσε. Δεν υποβιβαστήκαμε γιατί είχαμε μόλις δύο γκολ παραπάνω από την Μπλάκμπερν. Τον επόμενο χρόνο τελειώσαμε κάπου στην μέση του βαθμολογικού πίνακα και έβλεπε κανείς ότι γίνονταν βήματα προόδου. Τόσο μέσα όσο και έξω από το γήπεδο, αφού έγιναν έργα στο προπονητικό κέντρο. Υπήρξαν και αλλαγές που έδειχναν ότι πλέον δινόταν προσοχή στη λεπτομέρεια, όπως για παράδειγμα η πρόσληψη νέου μάγειρα. Εν τέλει, θεωρώ ότι η ομάδα έφτασε σε αυτό που άξιζε.
Πώς θυμάσαι το πρώτο διάστημα της εμπλοκής του Βαγγέλη Μαρινάκη στον σύλλογο; Πως υποδέχθηκαν έναν Έλληνα παράγοντα σε μια τόσο ιστορική ομάδα;
Στο εξωτερικό όπου έχω πάει, ακόμα και σε «κρύες» χώρες όπως το Βέλγιο, η Δανία και η Ολλανδία, όλοι λατρεύουν την Ελλάδα. Ποδοσφαιριστές ή και μέλη του τεχνικού επιτελείου των ομάδων έχουν έρθει στη χώρα μας τουλάχιστον μία φορά και κάποιοι από αυτούς έχουν ακόμα και σπίτι για να κάνουν τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Δεν γνωρίζουν, όμως, πολλά πράγματα για το ελληνικό ποδόσφαιρο αφού πέραν του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού δεν έχουν ακούσει για άλλες ομάδες. Η μεγάλη διαφορά που συνάντησα εγώ με την έλευση του Βαγγέλη Μαρινάκη ήταν ότι όλοι έγιναν πολύ πιο αυστηροί. Τον πρώτο χρόνο ήταν αρκετά πιο χαλαροί, δεν… πανηγύριζαν στις ήττες αλλά πάντα κοιτούσαν απλά το επόμενο παιχνίδι. Το δεύτερο χρόνο αυτό άλλαξε, μετά τις ήττες ακολουθούσε… κηδεία, όπως στην Ελλάδα. Αυτό σιγά – σιγά άρχισε να περνάει και σε εμάς. Επιπλέον, ερχόντουσαν Έλληνες να δουλέψουν στο κλαμπ και αυτό σε κάποιους άρεσε, σε κάποιους όχι. Μέσα από αυτήν την αλλαγή, όμως, ήρθε και η άνοδος. Νιώθω ευλογημένος που πέρασα από αυτό το κλαμπ γιατί πρόκειται για έναν σύλλογο με τεράστια ιστορία και απίστευτους οπαδούς.
Ποια εμπειρία σου έχει μείνει πιο έντονα χαραγμένη στο μυαλό, εκείνη της Νότιγχαμ Φόρεστ ή εκείνη της Έβερτον;
Στην μία περίπτωση αγωνιζόμουν στην Premier League και ήμουν πιτσιρίκος, στην δεύτερη ήμουν 26-27 χρονών και έπαιζα στην Championship. Πηγαίνοντας στην Νότιγχαμ προοριζόμουν για βασικός, ενώ είχα και άλλους Έλληνες μαζί μου. Εκεί μπορούσα να βγω για ένα φαγητό ή για ένα ποτό. Στο Λίβερπουλ ήμουν μόνος και απλά περίμενα κάποιες φορές την οικογένειά μου. Ήταν πολύ διαφορετική η καθημερινότητα.
«Μου έχουν φέρει έτοιμα τα συμβόλαια για να υπογράψω!»
Έπαιξε ρόλο το ότι έφυγες σε μικρή ηλικία για το εξωτερικό στη διαμόρφωση του χαρακτήρα σου;
Στην Αγγλία δεν μπορούσα να ξενυχτήσω, τις καθημερινές πήγαινα σχολείο και τα σαββατοκύριακα είχα αγώνες. Είμαι άνθρωπος του ύπνου και της ξεκούρασης. Μου αρέσει πολύ η προπόνηση, οπότε δεν άλλαξε πολύ η καθημερινότητά μου. Το μόνο που έχασα ήταν οι φίλοι μου. Στην Νότιγχαμ μπορεί να είχα και παρέα, αλλά στην Championship οι αγώνες είναι πολύ συχνοί και δεν μένει χρόνος για κάτι άλλο.
Και τελικώς πώς πήρες την απόφαση να επιστρέψεις στην Ελλάδα για λογαριασμό του Ατρόμητου;
Τον τρίτο χρόνο του συμβολαίου μου με την Νότιγχαμ, παραχωρήθηκα δανεικός σε μία ομάδα του Βελγίου. Όταν αυτός ολοκληρώθηκε απέμενε ένας ακόμα στον οποίο ήξερα ότι δεν θα παίξω. Τότε με εκπροσωπούσε ο Άγγελος Χαριστέας που είναι και πάρα πολύ καλός μου φίλος. Με βοήθησε, λοιπόν, να αποχωρήσω με τέτοιο τρόπο που θα έμεινα ικανοποιημένος από οικονομικής άποψης. Τότε, εμφανίστηκε ο Ατρόμητος, που εκείνα τα χρόνια διεκδικούσε σταθερά ευρωπαϊκό εισιτήριο. Παράλληλα, ήθελα να γυρίσω στην Ελλάδα, ενώ καθοριστικό ρόλο έπαιξε και η παρουσία του Γιάννη Αναστασίου τον οποίο πάντα είχα πολύ ψηλά στην εκτίμησή μου ως άνθρωπο και ως προπονητή. Στον Ατρόμητο με αγκάλιασαν αμέσως όλοι, από τον πρόεδρο μέχρι τον τελευταίο συμπαίκτη μου. Η σεζόν ξεκίνησε καλά, όμως η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη.
Το όνομά σου έχει εμπλακεί ουκ ολίγες φορές σε μεταγραφικά σενάρια μεγάλων ελληνικών ομάδων. Σε μία τόσο σπουδαία καριέρα όπως η δική σου, αποτελεί απωθημένο το γεγονός ότι δεν έχεις παίξει ποτέ στο ψηλότερο επίπεδο του ελληνικού ποδοσφαίρου;
Το έχω σκεφτεί αρκετές φορές. Σε κάθε καλή μου χρονιά στον Ηρακλή, κάθε έξι μήνες, ο Ολυμπιακός, ο Παναθηναϊκός και η ΑΕΚ ενδιαφέρονταν για μένα. Αλλά εφόσον είχα την επιλογή να βγω έξω, δεν είχα δίλημμα. Έχοντας ζήσει τόσα πολλά στο εξωτερικό και ακούγοντας συμπαίκτες μου στην Εθνική να μεταφέρουν τις εμπειρίες τους, έχω σκεφτεί κάποιες φορές «Έλληνας είμαι, θα ήθελα να ακούσω να φωνάζουν οι οπαδοί το όνομά μου». Είμαι, από την άλλη, πάρα πολύ χαρούμενος που αυτό το έζησα τόσο έντονα στον Ηρακλή που είναι και η ομάδα μου. Αυτό ήταν ευλογία.
Στην Δανία πως είχες καταλήξει;
Αφού ολοκληρώθηκε το συμβόλαιό μου με την Έβερτον, πήγα στη Λιρς του Βελγίου. Μια ιστορική ομάδα που μετά τις συζητήσεις που έγιναν μου έδωσε το «9» στην πλάτη και μου έδειξε με θέλει πολύ, προσφέροντάς μου ένα αξιοπρεπέστατο συμβόλαιο. Ήμουν από τους πρώτους Έλληνες που πήγαν στο Βέλγιο και αισθάνθηκα ότι θα άνοιγα εκεί ένα σπουδαίο νέο κεφάλαιο. Μέσα στη σεζόν, ωστόσο, ο σύλλογος άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Οι πληρωμές γίνονταν με το ζόρι και προς το τέλος του εξαμήνου έλαβα ένα γράμμα μέσω του οποίου μου εξηγούσαν ότι η ομάδα δεν πηγαίνει καλά, ενδέχεται να κηρύξει πτώχευση και ότι θα χρειαστεί να αποχωρήσουν οι πιο ποιοτικοί παίκτες με σκοπό η χρονιά, αν είναι δυνατόν, να ολοκληρωθεί μόνο με τα πιτσιρίκια. Πράγματι, έτσι έγινε. Εγώ, όμως, δεν είχα γκολ και δεν μπορούσα να πάω πουθενά. Το κεφάλαιο της Έβερτον είχε κλείσει οριστικά και είχε μείνει στο κεφάλι μου μόνο ως εμπειρία. Μου μετέφεραν τότε οι άνθρωποι της εταιρίας που με εκπροσωπούσε ότι υπήρχε ενδιαφέρον από μία από τις τελευταίες ομάδες της βαθμολογίας στη Δανία. Μου εξήγησαν ότι ο σύλλογος αυτός με χρειάζεται και ότι θα είναι στα πόδια μου να αγωνιστώ σε όλα τα παιχνίδια. Απάντησα αμέσως «παίρνω τις βαλίτσες μου και φύγαμε». Δεν άντεχα άλλο ψυχολογικά αυτή την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί. Στη Δανία πήρα ζωή, κατέγραψα 20 συμμετοχές και πέτυχα 6 τέρματα. Στο κύπελλο φτάσαμε μέχρι τον τελικό όπου και ηττηθήκαμε από την Κοπεγχάγη. Μπορεί να μην καταφέραμε να παραμείνουμε στην κατηγορία, όμως, το τελευταίο μου εξάμηνό στη Δανία, με έκανε άντρα.
Γιατί στη συνέχεια πήρες την απόφαση να επιστρέψεις στον Ηρακλή;
Παρά τα καλά μου νούμερα στη Δανία, εκείνο το καλοκαίρι δεν έβρισκα ομάδα. Όλοι έλεγαν «ποιο Βέλγιο και ποια Δανία;». Ευτυχώς σε εκείνο το χρονικό σημείο, με αγκάλιασε η ομάδα που πάντα αγαπούσα. Ο Ηρακλής με χρειαζόταν και τον χρειαζόμουν. Από την πρώτη ημέρα που πάτησα το πόδι μου στα αποδυτήρια γίναμε όλοι «ένα». Χτυπούσε ένας και πονούσαμε όλοι.