Στη ζωή όλα αλλάζουν -πλέον με ταχύτητα- όπως και τα δεδομένα που ισχύουν στο ποδόσφαιρο. Διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα. Πολύ περισσότερο σ΄αυτήν, που παρακολουθεί, μερικές φορές αγκομαχώντας, τα ισχύοντα στην Ευρώπη. Σαφώς και οι διαφορές με το απώτερο παρελθόν είναι μεγάλες. Αν, μάλιστα, αφουγκραστούμε κάποιους που έζησαν και πρωταγωνίστησαν στην εποχή της προηγούμενης 50ετίας, τότε θα αντιληφθούμε πως πάρα πολλά άλλαξαν, αλλοιώθηκαν, αναπροσαρμόστηκαν. Άλλα προς το καλύτερο, ενώ άλλα, όπως είναι φυσικό, προς το χειρότερο.
Αναψηλαφώντας αυτό το μακρινό παρελθόν με τον βετεράνο, άλλοτε μέσο του Ηρακλή, Νίκο Λιάρο, και συγκρίνοντάς το με το σήμερα, ξεκινάμε με τη βασική διαφορά όλων όσων συμβαίνουν και αφορούν το ελληνικό ποδόσφαιρο. Τότε ήταν ένα παιχνίδι για αθλητές και τον κόσμο και, σήμερα, είναι μία επιχείρηση θεάματος και βασικός τρόπος βιοπορισμού αρκετών εκ των επαγγελματιών του χώρου -ποδοσφαιριστών και τεχνικών.
Ο συνομιλητής μας διανύει αισίως το 78ο έτος της ηλικίας του (γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Ιούνιο του 1936) και παρακολουθεί ως σήμερα ανελλιπώς ποδόσφαιρο, είτε από το γήπεδο, όπου δίνει το “παρών” στους αγώνες του αγαπημένου του (αλλά καταπονημένου) Ηρακλή, είτε από την τηλεόραση.
Συνεπώς έχει την αίσθηση των διαφορών που χαρακτηρίζουν το ελληνικό ποδόσφαιρο και ενδεχομένως κάτι από το διεθνές, αφού αγωνίστηκε και στα γήπεδα της αλλοδαπής με διάφορες εθνικές ομάδες.
Στην αθλητική του ακμή και πλούσια ποδοσφαιρική του νεότητα φόρεσε για πολλά χρόνια τη στολή της εθνικής Ενόπλων, αυτής που κατέκτησε στο Ιράκ τον τίλο της Παγκόσμιας Πρωταθλήτριας CISM, αλλά και τρεις διαδοχικές φορές την αντίστοιχη της εθνικής Ανδρών εντός του 1964, όταν προπονητής ήταν ο Τρύφων Τζανετής και εκλέκτορας ο Κλεάνθης Μαρόπουλος. Ακριβώς 50 χρόνια πριν…
Η πρώτη από αυτές ήταν στο Λονδίνο και το «Στάμφορντ Μπριτζ» της Τσέλσι, όπου η εθνική ομάδα ηττήθηκε από την Ολυμπιακή ομάδα της Αγγλίας με 2-1, στο πλαίσιο των προκριματικών του Ολυμπιακού τουρνουά, στις 12 Φεβρουαρίου ’64, με παρουσία μόλις 4.500 θεατών εκ των οποίων οι μισοί ήταν Έλληνες της βρετανικής διασποράς.
Δυο μήνες αργότερα, στις 8 Απριλίου 1964, ο Λιάρος φόρεσε για δεύτερη φορά τη φανέλα με το εθνόσημο, στο «Γ. Καραϊσκάκης», στο επαναληπτικό παιχνίδι με την Αγγλία, την οποία κατατρόπωσε με 4-1, παρουσία 28.000 Ελλήνων φιλάθλων.
[wp_ad_camp_1]
Η τελευταία φορά με τη μεγάλη εθνική των Ανδρών ήταν τον αμέσως επόμενο μήνα, στις 13 Μαΐου 1964, στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας κι ένα επίσης νικηφόρο για τα ελληνικά χρώματα φιλικό παιχνίδι με την Εθνική Αιθιοπίας, με σκορ 3-1 και παρουσία 5.000 θεατών.
Έκτοτε την εθνική ανέλαβε ο αείμνηστος Λάκης Πετρόπουλος και ο Λιάρος δεν ξαναπήρε τις ευκαιρίες του σε υψηλό επίπεδο, έχοντας όμως μια διαρκή και ιδιαιτέρως γόνιμη πορεία με τη φανέλα του Ηρακλή, στον οποίο εντάχθηκε το 1954 και στην πρώτη ομάδα προωθήθηκε σε ηλικία μόλις 17 ετών.
Ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής, με καθαρή μνήμη σαν άγραφη κασέτα, θυμάται: «Έπαιξα 13 χρόνια στον Ηρακλή και όλα, με τις συνθήκες της εποχής, εντελώς ερασιτεχνικά. Από το 1954 ως το 1967. Σταμάτησα νωρίς, στα 31 μου χρόνια, γιατί είχε δημιουργηθεί ένα θέμα, μια ρήξη με τους τότε συμπαίκτες μου Καραπατή και Λώλο Χασεκίδη, και προτίμησα να σταματήσω. Στο ελληνικό πρωτάθλημα ως το ’59 παίζαμε στο πρωτάθλημα Θεσσαλονίκης, αλλά από τη δημιουργία ενιαίας Α΄ εθνικής παίζαμε σε όλη την χώρα με ομάδες του κέντρου και με αντιπάλους παίκτες αξίας. Στην εθνική ενόπλων, όπου συμμετείχα για πολλά χρόνια, είχα συμπαίκτες τους Μίμη Παπαϊωάννου, Δέδε, Βερτσώνη, Σιμιγδαλά, Μπαλόπουλο, Ντουνιά, Χατζηιωάννογλου, Οικονομόπουλο, Βασιλειάδη, Μαρδίτση, Πετράκη, Σκόρδα, Φερλέμη και πολλούς ακόμα.
»Το ποδόσφαιρο ήταν πολύ διαφορετικό από το σημερινό, σε κάθε επίπεδο. Ήμασταν κανονικοί ερασιτέχνες. Δεν παίρναμε ούτε δραχμή. Στον Ηρακλή είχαμε μια λέσχη στο κέντρο της πόλης, στην Προξένου Κορομηλά, κοντά στον Λευκό Πύργο, και μαζευόμασταν εκεί πριν από το παιχνίδι, αλλά και μετά από αυτό. Ο υπεύθυνος της Λέσχης, ο κ. Μαγουλάς, συμπαθούσε περισσότερο τον συμπαίκτη μας Κώστα Τουμπέλη που στη συνέχεια πήγε και έπαιξε στον ΠΑΟ και του υποσχόταν να του σερβίρει ένα πιάτο φασολάδα. Αυτό ήταν το έπαθλο. Κάποτε παίζαμε ένα ντέρμπι με τον Άρη και μας υποσχέθηκαν σε περίπτωση νίκης ένα σάντουϊτς στον καθένα. Δεν ήταν σχήμα λόγου. Αυτή ήταν η επιβράβευσή μας. Είχαμε, όμως, ένα άλλο, διαφορετικό κλίμα. Μια οικογένεια πραγματική. Τότε δεν υπήρχαν και πολλά καταστήματα διασκέδασης. Συχνάζαμε στο ζαχαροπλαστείο “Ντομινό” στην Αγγελάκη, απέναντι από την Έκθεση, και πίναμε μετά το κάθε ματς ή την προπόνηση ένα κεφίρ, για όσους δεν το ξέρουν ένα ποτό με γεύση γιαουρτιού ευεργετικό για το στομάχι. Μέχρι να τελειώσω την καριέρα μου στον Ηρακλή δεν ήπια ούτε μια φορά οινοπνευματώδες, ούτε και κάπνισα τσιγάρο. Σε ξενοδοχεία δεν πηγαίναμε την παραμονή του αγώνα, αλλά σαν ομάδα πριν το κάθε εντός έδρας ματς πηγαίναμε στο γνωστό τότε εστιατόριο του “Στρατή” και γευματίζαμε όλοι μαζί. Μάλιστα, όταν λίγες φορές πηγαίναμε στο ξενοδοχείο “Βίλλα Ριτζ” στο δρόμο για το Πανόραμα, αισθανόμασταν σαν ποδοσφαιριστές μεγάλης αξίας και το χαιρόμασταν.
»Τα γήπεδα ήταν όλα χωρίς χλοοτάπητα και με τον σκληρό αγωνιστικό χώρο ήταν πολύ επικίνδυνα. Βλέπω σήμερα τους σύγχρονους παίκτες που μερικές φορές, όταν σκοράρουν, γλιστρούν στο χόρτο με τα γόνατα για να πανηγυρίσουν και πάντα κάνω ασυναίσθητα τη σύγκριση πως αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ, τότε. Όταν πέφταμε για τις ανάγκες του παιχνιδιού, σηκωνόμασταν γδαρμένοι στα πόδια και τα πλευρά. Τα βράδια δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε στα πλάγια. Ήμασταν διαρκώς με πληγές και εγώ θυμάμαι πως μόνιμα κοιμόμουν είτε μπρούμυτα είτε ανάσκελα. Βλέπω τώρα αυτά τα γήπεδα και ζηλεύω τους σύγχρονους ποδοσφαιριστές που κερδίζουν και πολλά λεφτά.
»Τότε τελειώναμε την καριέρα μας και δεν είχαμε τίποτα για την συνέχεια, παρά μόνο την προοπτική να συνεχίσουμε σαν προπονητές. Είμαι σίγουρος πως πολλοί παίκτες εκείνων των δεκαετιών θα ήταν σήμερα εκατομμυριούχοι, αν έπαιζαν στο σημερινό ποδόσφαιρο. Ήταν μια αδικία της εποχής. Όταν πήγαινα για προπόνηση στους Χορτατζήδες θυμάμαι πως συχνά, αφού δεν είχαμε και δικά μας μέσα μετακίνησης, έκανα “σκαλωμαρία” στο τραμ, σκαρφάλωνα δηλαδή στο εξωτερικό πίσω μέρος χωρίς να πληρώνω εισιτήριο, για να φθάσω πιο κοντά στο γήπεδο. Πού να βρεις χρήματα τότε… Αν πήρα στο σύνολο της καριέρας μου 2-3 χιλιάρικα σε δραχμές ζήτημα είναι…» αναπολεί ο συνομιλητής μας.
Το κλείσιμο της ποδοσφαιρικής του καριέρας, άνοιξε και μια μικρή χρονικά προπονητική καριέρα σε ερασιτεχνικούς συλλόγους της Θεσσαλονίκης, όπου πέρασε από τους πάγκους ομάδων σαν την Αναγέννηση Χαλκηδόνας, τη Δόξα Δρυμού, που την προήγαγε σε τρεις διαδοχικές κατηγορίες, τον Εθνικό Μετεώρων και την Καλλιθέα. Οι οικονομικές συγκυρίες της εποχής ήταν και τότε διαφορετικές. Θυμάται: «Μου είχαν προτείνει στον Δρυμό, λίγα μόλις χιλιόμετρα έξω από την Θεσσαλονίκη, αντί αμοιβής να μου δώσουν ένα χωράφι 3-4 στρέμματα γης. Αρνήθηκα λέγοντας: “Τι να το κάνω το χωράφι εγώ στον Δρυμό, σπίτι έχω στην Θεσσαλονίκη”. Αργότερα εκείνα τα 3-4 στρέμματα γης είχαν πάρει αξία σαφώς μεγαλύτερη από τα λίγα χιλιάρικα που είχα σαν αμοιβή. Αλλά τα πράγματα δεν μπορούσες να τα προβλέψεις τότε, όπως άλλωστε και τώρα».
Σε μια εποχή που τα δεδομένα ήταν πολύ περιορισμένα, οι ευκαιρίες δεν έλειπαν. Ο ίδιος θυμάται: «Κάποτε, ο Τρύφωνας Τζανετής με παρακαλούσε να μεταγραφώ στην ΑΕΚ και μου υποσχόταν χρήματα, αλλά στον Ηρακλή δεν είχαν διάθεση να πάω κάπου αλλού και εκείνη την εποχή μόνο ο Μπέλλης και ο Τουμπέλης έφυγαν μεταγραφές για τον ΠΑΟ. Όμως, μια ευκαιρία ήταν ακόμα καλύτερη. Ένας Έλληνας επιχειρηματίας από τη Μελβούρνη σε ένα παιχνίδι της Εθνικής είχε έρθει και μετά το ματς, μου έκανε πρόταση να πάω αν ήθελα να παίξω ποδόσφαιρο στην Αυστραλία και μου υποσχέθηκε 200.000 δρχ. Και 18.000 μισθό. Την ίδια πρόταση έκανε και στον Ζαχαρία Πυτιχούτη του ΠΑΟ. Ενθουσιασμένος από την πρόταση και τη μεγάλη προοπτική που μου ανοιγόταν, το μετέφερα στην μητέρα μου, η οποία πάτησε αμέσως τα κλάματα στην πιθανότητα να ξενιτευτώ και μάλιστα τόσο μακριά. Ήταν λογικό, καθώς η καημένη η μάνα μου είχε χάσει στον τοκετό δύο άλλα αγόρια πριν από μένα και μου είχε μεγάλη αδυναμία και μετά από δυο κόρες -τις αδελφές μου- είχε μόνο εμένα στο σπίτι. Δεν το ήθελε κι εγώ δεν επέμεινα, βλέποντας πόσο θα τη στενοχωρούσε αυτό, ενώ εγώ ήθελα να κάνω αυτό το βήμα που θα μου άλλαζε την ζωή».
Το σήμερα του ποδοσφαίρου και του Ηρακλή, είναι στην καθημερινότητα του Νίκου Λιάρου. Πώς το αντιλαμβάνεται, μας το λέει ο ίδιος: «Στον Ηρακλή εξακολουθώ να πηγαίνω και να βλέπω τους αγώνες των νέων παιδιών για να ξαναβγάλουν στη μεγάλη κατηγορία την ομάδα. Είμαι συνδεδεμένος με την ιστορία της ομάδας, που τα περισσότερα χρόνια της τα έζησα είτε σαν παίκτης είτε σαν βετεράνος της ομάδας. Πηγαίνω και τώρα ακόμα στις εκδηλώσεις των βετεράνων, που δεν ξεχνούν να με καλέσουν και χαίρομαι όταν συναντώ σε αυτές παιδιά σαν τον Αϊδινίου, τον Χατζηπαναγή, τον Φανάρα, που ήμασταν μαζί στην Πυροσβεστική, τον Χαλιαμπάλια, τον Ζαφειρίδη, τον Λώλο Χασεκίδη, τον Θεοδοσιάδη, τον Λάκη Παπαϊωάννου ή τον Καραΐσκο, που πέρασε μεγάλη περιπέτεια με την υγεία του και του εύχομαι να βγει νικητής από αυτή τη μάχη. Έχω με όλα τα παιδιά άριστες σχέσεις και ακόμα καλύτερες με τους παλιούς συμπαίκτες μου, τον Μπερεδήμα, τον Καραβέργο, τον Ασβεστά, τον Στάθη Χασεκίδη και τόσους ακόμα με τους οποίους μιλάμε ακόμα και στο τηλέφωνο. Τα χρόνια πέρασαν και πολλά άλλαξαν, αλλά οι διαθέσεις μας, οι εικόνες από το παρελθόν δεν άλλαξαν ούτε και αλλοιώθηκαν έστω και αν σήμερα ζούμε σε μια άλλη αθλητική και ποδοσφαιρική πραγματικότητα».