12/2/1984. Ένα από τα πιο συναρπαστικά πρωταθλήματα στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου βρίσκεται στην κρισιμότερη καμπή του. Το ντέρμπι που (έμελλε να) κρίνει τον τίτλο διεξάγεται στο Καυτανζόγλειο Στάδιο της Θεσσαλονίκης. Ηρακλής-Παναθηναϊκός, το μεγάλο ματς της 20ης αγωνιστικής. Στις εξέδρες πάνω από 50 χιλιάδες φίλοι του Γηραιού και του αθλήματος.
Στο 61′ ήρθε η…μοιραία φάση, χωρίς υπερβολή, για το μέλλον εκείνης της ομάδας και σίγουρα για τον ίδιο τον αρνητικό πρωταγωνιστή. Τον Ντούσαν Μιτόσεβιτς. Ο Ηρακλής προηγείται με 1-0 από το πρώτο ημίχρονο, με κεφαλιά του Καραϊσκου από φάουλ του Χατζηπαναγή (φυσικά). Σε εκείνο το πρώτο ημίχρονο ο “Βάσια” είχε τρεις σερί εκτελέσεις κόρνερ, που πήγαιναν μέσα και ο Λαφτσής έδιωχνε ασθμαίνοντας με γροθιές. Οι πράσινοι δεν είχαν πάρει ανάσα, με το ζόρι έβγαιναν από την περιοχή τους και φυσικά για δικές τους ευκαιρίες…ούτε λόγος.
Στο 61′ λοιπόν, ο Βόνορτας χάνει τη μπάλα στο κέντρο, την ώρα που ο Παναθηναϊκός βρισκόταν σε επιθετική μετάβαση (επιθετικό transition) και από μία κόντρα τρέχουν για τη μπάλα προς την περιοχή του Θωμά Λαφτσή, οι Χατζηπαναγής και Κυράστας. Για λίγο προλαβαίνει το “δεκάρι” του Ηρακλή, αλλά ο Κυράστας προσπαθεί να τον πάει προς το πλάι. Ο Χατζηπαναγής που φημιζόταν για τις ντρίμπλες του, κάνει την…έκπληξη και με την άκρη του ματιού του, βλέπει τον Μιτόσεβιτς να έρχεται στο σημείο του πέναλτι και λίγο πιο μπροστά ΑΜΑΡΚΑΡΙΣΤΟΣ. Ο ηγέτης των γηπεδούχων αποφασίζει να μη σουτάρει, να μη ντριμπλάρει, αλλά να σιγουρέψει το γκολ και να γυρίσει τη μπάλα στον επερχόμενο Μιτόσεβιτς, ο οποίος στο μεταξύ είχε φτάσει στη γραμμή της μικρής περιοχής, με τον Λαφτσή εκτός θέσης και την εστία στο έλεος του. Η στιγμή είναι μαγική. Το κοινό έτοιμο να ρίξει το γήπεδο από τους πανηγυρισμούς, ο σπίκερ έτοιμος να φωνάξει “γκολ και 2-0” και ο Μιτόσεβιτς μπροστά στη μεγαλύτερη ευκαιρία της καριέρας του. Το μόνο που πρέπει είναι να φυσήξει τη μπάλα στα δίχτυα. Πιο “πάρε-βάλε” φάση στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν έχει περάσει.
ΜΟΝΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣΤΙΑ, ΣΟΥΤΑΡΕ ΑΟΥΤ!
Και ως διά μαγείας γίνεται το απίθανο. Το απροσδόκητο. Εκείνο που έβαλε στο μυαλό όλων και κυρίως των Ηρακλειδέων, πως “δεν είναι της μοίρας μας γραφτό να πανηγυρίσουμε τίτλους”. Ο Μιτόσεβιτς πιθανώς από υπερβολική σιγουριά πλασάρει και η μπάλα παίρνει τροχιά προς το πλάι!!!
Φεύγει άουτ και τέτοιο μούδιασμα μπορεί να συγκριθεί με τη μεγάλη ευκαιρία του Αλεξανδρή το 1997 κόντρα στον Σμάιχελ, στο περίφημο Ελλάδα-Δανία στο ΟΑΚΑ. Μόνο που τότε υπήρχε και κοτζάμ Σμάιχελ στο τέρμα, διάολε. Το 1984 δεν υπήρχε κανείς. Ο Σέρβος, τα δίχτυα και ένας τίτλος.
Ο Μιτόσεβιτς πριν καν η μπάλα σκάσει στο χορτάρι (αλλά με ξεκάθαρη πορεία μακριά από την εστία) σχεδόν κλαίει, δεν πιστεύει την εξέλιξη και σέρνεται στο χορτάρι χωρίς κουράγιο. Αυτό ήταν. Η ιστορία έγραψε. Ο Ηρακλής δεν θα έκανε την υπέρβαση. Δύο λεπτά μετά ο Ρότσα έβγαλε τη σέντρα, ο Χαραλαμπίδης πήρε την κεφαλιά και το 1-1 έκοψε τα πόδια παικτών και…φιλάθλων. Στο 63′ το 1-1, στο 66′ το 1-2 και τέλος.
Α, ναι, ξεχάσαμε κάτι. Το τελικό σκορ ήταν 2-2. Με γκολ ισοφάρισης για τον Γηραιό από ποιον λέτε; Από τον Μιτόσεβιτς. Με κεφαλιά. Το δυνατό του σημείο. Θα μπορούσε να μείνει στην ιστορία ως ο “σκόρερ του 2-0 και του τίτλου”.