Παρασκευή. Μετά από άγριο μπουζουκοξενύχτι.
Ώρα …νωρίς το πρωί (ξημερώνει και από τις 5:30 τώρα βλέπεις). Κατάσταση επιεικώς απαράδεκτη: το Chivas ρέει άφθονο στις φλέβες μου, τα Marlboro έχουν κάνει τη γλώσσα μου τσαρούχι, τα δωδεκάποντα μ’ έχουν πεθάνει (και τα αποχωρίζομαι κακήν κακώς μπαίνοντας στο αμάξι), το LBD κοντεύει να φτάσει στον αφαλό, το μαλλί κάτι μεταξύ αφάνας και τσουρομαδημένου γαρύφαλλου …και πάει λέγοντας.
Γυρίζω το κλειδί, τσίτα τον Καρρά (ο οποίος διατείνεται, ότι έχει μόνο ένα ελάττωμα, εγώ πάλι αμέτρητα…), ποια ζώνη τώρα και ποιο φλας, άνετη η δικιά σου μπουκάρει στην κυκλοφορία σαν να μην τρέχει τσάι. Εμ, έλα καλή μου, που τρέχει. Και έχει και σειρήνα πάνω. Ιου,ιου,ιου,ιου , που σιγά να μην την άκουγα, δηλαδή, αφού είπαμε τσίτα ο Καρράς. Με πλευρίζουν οι κύριοι και «παρακαλώ κάντε στην άκρη, δίπλωμα, άδεια κυκλοφορίας, ασφάλεια και φυσήξτε εδώ παρακαλώ, μια δυνατή σταθερή εκπνοή, εδώ κοπέλα μου, όχι στον αέρα, ναι, φυσήξτε κανονικά, μην κοροϊδεύετε». Σκηνές απείρου κάλλους. Τι να σου περιγράφω τώρα; Λες και δεν τα ‘χεις κάνει και συ. Αλλά εσύ μπορεί να ήσουν τυχερός. Εγώ δεν ήμουν. Και την έφαγα τη μπάμια…
Τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια μου μέσα… κτλ, κτλ, κτλ. Μετά καθόμουν σαν το αποβλακωμένο και κοιτούσα πότε την κλήση, πότε το δίπλωμα –που έλειπε, γιατί μου το πήραν- πότε το CD του Καρρά, μισό έξω από το στόμιο του R/CD, σαν να μου έβγαζε τη γλώσσα και να με κορόιδευε, πότε τα μαύρα ψηλοτάκουνα πεταμένα στο κάθισμα του συνοδηγού και πότε τη φάτσα μου στον κεντρικό καθρέφτη, που τώρα τη χτυπούσε ο ήλιος, διότι είχε ξημερώσει για τα καλά, και ήταν …πολύ το χάλι λέμε.
Έτσι μου ‘ρθε να βάλω τα κλάματα, αλλά όχι, αξιοπρέπεια κυρία μου, τα ‘θελες και τα ‘παθες. Ας καθόσουν σπιτάκι σου να πιεις το γάλα σου και να κοιμηθείς. Ποιος σου είπε να μου τραβολογιέσαι στα μπουζούκια Παρασκευιάτικα και να μου το παίζεις γκόμενα; Τελικά, όμως, να σου πω κάτι; Δε γαμείς; Ό,τι και να έγινε εγώ πέρασα ζάχαρη. Όποιος φοβάται, πάει και κοιμάται…και εγώ ακόμη δε φοβάμαι!