Σκάβοντας για να ανεβάσω έναν φράχτη, που θα χώριζε το οικόπεδό μου από του γείτονα, βρήκα θαμμένο στον κήπο μου ένα παμπάλαιο μπαούλο γεμάτο λίρες.
Εμένα δε μου κίνησε το ενδιαφέρον ο πλούτος, διότι ποτέ δεν υπήρξα φιλοχρήματη, ούτε και νοιάζομαι για τα πολύ ακριβά πράγματα. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν απλά το παράδοξο του ευρήματος.
Αφού ξέθαψα το μπαούλο, έβγαλα τις λίρες και με επιμέλεια ξεκίνησα να τις γυαλίζω. Ήταν τόσο βρώμικες και σκονισμένες – οι καημένες! Καθώς τις τακτοποιούσα σε στοίβες πάνω στο τραπέζι, άρχισα να τις μετράω…Μαζευόταν μια αληθινή περιουσία! Μόνο αφού πέρασε καιρός ξεκίνησα να κάνω σχέδια για όλα τα πράγματα που θα μπορούσα να αγοράσω με αυτές. Σκεφτόμουν, μάλιστα, πόσο χαρούμενος θα ήταν ένας άπληστος, που θα έπεφτε πάνω στο θησαυρό. Ευτυχώς…Ευτυχώς που δεν ήμουν τέτοια περίπτωση…
Σήμερα ήρθε εκείνος ο κύριος να διεκδικήσει τις λίρες. Ήταν ο γείτονάς μου. Προσπαθούσε να με πείσει, ο άθλιος, ότι τις είχε θάψει ο παππούς του και γι’ αυτό του ανήκαν.
Εκνευρίστηκα τόσο…που τον σκότωσα!
Αν δεν τον είχα δει να ζητάει τόσο απελπισμένα να τις αποκτήσει, θα του τις είχα δώσει, γιατί αν υπάρχει κάτι για το οποίο αδιαφορώ είναι τα πράγματα, που αποκτώνται με λεφτά… Αλλά –το δίχως άλλο- εκείνο που δεν αντέχω είναι οι άπληστοι άνθρωποι….
(Από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκαϊ «Ιστορίες για να σκεφτείς»)
Υ.Γ. Μην μας κάνει αλγεινή εντύπωση το ότι μέσα στη λίστα Λαγκάρντ βρίσκονται άνθρωποι υπεράνω πάσης υποψίας. Σκεφτείτε απλά: ποιος είδε το μέλι και δε βούτηξε το δάχτυλο; Κανείς. Ούτε εγώ, ούτε εσείς…