Μια φορά και έναν καιρό ήταν δυο βατραχάκια, που έπαιζαν με ένα ποτήρι γεμάτο αφρόγαλα. Ξαφνικά –από ατυχία, αναποδιά ή απλά κακή διαχείριση της κατάστασης- έπεσαν μέσα στο πηχτό λευκό υγρό.
Αμέσως συνειδητοποίησαν, ότι αν δεν έκαναν κάτι δραστικό, πολύ σύντομα θα βούλιαζαν μέσα στο αφρόγαλα και θα πέθαιναν. Μάταια κουνούσαν με δύναμη και πάθος τα πόδια τους. Παρέμεναν συνεχώς στην ίδια θέση και λίγο λίγο βυθίζονταν. Σε μια στιγμή το ένα βατραχάκι είπε αποκαρδιωμένο: «Τι νόημα έχει να προσπαθώ να βγω από ‘δω μέσα, αφού βλέπω ότι δε γίνεται. Στο τέλος θα πεθάνω και το μόνο που θα έχω καταφέρει είναι να πεθάνω κουρασμένος από μια απέλπιδα προσπάθεια.» Και λέγοντας αυτό σταμάτησε να χτυπάει τα πόδια του. Αμέσως το παχύρευστο υγρό το κατάπιε και το εναπόθεσε στον πάτο του ποτηριού. Το άλλο βατραχάκι, βλέποντας αυτήν την εξέλιξη, φώναξε δυνατά: «Ναι, εντάξει, θα βουλιάξω και θα πεθάνω εδώ μέσα, αλλά δε θέλω να γίνει κάτι τέτοιο πριν την ώρα μου. Θα συνεχίσω να χτυπάω τα πόδια μου και να προσπαθώ μέχρι το τέλος, μέχρι να βουλιάξω». Και λέγοντας αυτό συνέχισε να χτυπάει με πάθος τα πόδια του. Μάλιστα τα χτυπούσε τόσο δυνατά, που στο τέλος το αφρόγαλα έπηξε, έγινε βούτυρο και δίνοντας ένα γερό σάλτο το βατραχάκι …γλίστρησε πάνω του και έφυγε!
Υ. Γ. Ναι, ρε μαλάκα, απαισιόδοξε, χέστη Έλληνα. Ακόμα και όταν όλα γύρω σου είναι τόσο μπουρδέλο, όσο τον τελευταίο καιρό, ακόμα και όταν δε βλέπεις φως στην άκρη του τούνελ, εσύ συνέχισε να προσπαθείς. Το πολύ πολύ να πετύχεις…