Δεν είμαι καθόλου τύπος φθινοπωρινός. Και υπάρχουν λόγοι γι’ αυτό, ων ουκ εστίν αριθμός! Είναι ετούτους ο μουντός καιρός, τα μπλαβιά σύννεφα που κάθονται θαρρείς πάνω στο στέρνο και μου κόβουν την ανάσα. Είναι ο άνεμος που ανταριάζει με τους άγριους ήχους του τα πεσμένα φύλλα, τις σελίδες του βιβλίου, τα λυτά μαλλιά μου. Είναι και εκείνη η βροχή, που θυμίζει μια μελωδία απόκοσμη κάποιες φορές και άλλες ένα τραγούδι ήμερο, που δε με σκιάζει, που με νανουρίζει σαν το κύμα της θαλάσσης.
Είσαι κι εσύ, που όντας μακριά σε νιώθω τόσο δίπλα μου. Πράγμα παράξενο κι αταίριαστο συνάμα. Γιατί είσαι μια φωτογραφία ασπρόμαυρη –αλλά στα μάτια και την καρδιά μου βαμμένη με τα πιο έντονα, τα πιο ζωηρά χρώματα, ίδια ουράνιο τόξο. Είσαι κι αυτό το λευκό κρασί, λίγο στυφό μα τόσο εύγευστο, γεμάτο νοσταλγία και ανάμνηση. Είσαι ένα φθινοπωρινό γιόμα, με τον ήλιο κόκκινο να δύει σπαραχτικά. Είσαι πολλά. Είσαι τα πάντα. Μα δεν είσαι εδώ. Και τούτο κάνει το φθινόπωρο ακόμα πιο αβάσταχτο…
Υ.Γ. Μελαγχολία …με μάτια μισόκλειστα, με καρδιά κλειδωμένη.