Όταν πρωτάκουσα τη συγκεκριμένη φράση, έμεινα «αγαλματάκι» ακούνητο κι αμίλητο, αφενός διότι ο άνθρωπος, που την είπε είναι ένας από τους –πάλαι ποτέ, το γιατί όχι πια δεν έχει μεγάλη σημασία τούτη την ώρα- προσφιλέστερους μου δημοσιογράφους, ο Παύλος Τσίμας, αφετέρου διότι με έβαλε σε σκέψεις και σε μια εποικοδομητική εσωτερική πάλη: με τι είδους αντικείμενο οφείλει να καταπιάνεται ο ρεπόρτερ; Μ’ αυτό που πραγματικά γουστάρει, παθιάζεται, αγαπάει ή με κάτι το οποίο του αρέσει μεν, αλλά δεν κόβει και φλέβες;
Με άλλα λόγια αν τραγουδάς “you never walk alone” και κλαις, πρέπει να καλύπτεις το ρεπορτάζ της Λίβερπουλ; Αν ψηφίζεις τον Ομπάμα, πρέπει να του πάρεις συνέντευξη για την Washington Post, όπου και εργάζεσαι; Αν αλλάζεις τους γκόμενους σαν τα λαδωμένα τα πουκάμισα, μπορείς να αναλάβεις τη στήλη, που αφορά στις σχέσεις κ.ο.κ. (με το τελευταίο παράδειγμα, γελάω ακόμα…)
Και θα μου πεις, γιατί ακριβώς να σε νοιάζουν αυτά τα βαθιά αγωνιώδη ερωτήματα, ε; Θα σου απαντήσω πάραυτα. Γιατί ΕΣΥ είσαι ο αποδέκτης όλων αυτών των ρεπορτάζ αγαπητέ μου. Κι αν δε γνωρίζεις ποιος σου λέει, τι και γιατί, τότε είσαι καταδικασμένος να βλέπεις μόνο τη φωτεινή πλευρά του φεγγαριού. Τότε θα κοιμάσαι τον ύπνο του δικαίου, χασκογελώντας με εκείνη τη χαρακτηριστική ιλαρότητα των ηλιθίων και μέσα στην ημιμάθειά σου και θα προσπαθείς διακαώς να πείσεις ημάς και υμάς, ότι είσαι γνώστης. Ουαί!
Το εθνικό μας χόμπι, βλ. εκλογές, σου ξαναχτυπά την πόρτα. Πριν ανοίξεις, διάβασε, άκου, ενημερώσου, δες, μάθε. Όχι στα τυφλά. Έτσι για αλλαγή, αυτήν τη φορά, κάντο σωστά. Ποτέ δεν είναι αργά!
Υ.Γ. Ναι, ναι, ξέρω…επέστρεψες και είναι σαν να μην έφυγες ποτέ, ε; Τι να σου πω ρε φίλε; Άμα δε σ’ άρεσε, του χρόνου μην πας διακοπές, για να μην έχεις να γκρινιάζεις επιστρέφοντας. Μίρλα, ε μίρλα…
[wp_ad_camp_2]